Η Διροφιλάρια είναι ένα παράσιτο του αίματος των ζώων. Η ονομασία «σκουλήκι της καρδιάς» προήλθε, από την ανεύρεση των παρασίτων στην καρδιά ζώων, τα οποία νοσούσαν βαριά ή είχαν καταλήξει από καρδιακή νόσο. Το παράσιτο αποικεί τα πνευμονικά αγγεία του σκύλου και σπανιότερα της γάτας.
Η μόλυνση γίνεται από μολυσμένα κουνούπια. Για τη μετάδοσή τους είναι απαραίτητη η κατάλληλη θερμοκρασία και υγρασία του περιβάλλοντος ώστε να μπορούν να αναπαραχθούν και να εξελιχθούν τα παράσιτα. Η θερμοκρασία αυτή είναι από 18 βαθμούς κελσίου και πάνω, πράγμα που αιτιολογεί και τη δύσκολη μετάδοση του παρασίτου τους χειμερινούς μήνες.
Μετά τη μόλυνση του ζώου, το παράσιτο (το οποίο μέχρι να ενηλικιωθεί, ονομάζεται μικροφιλάρια) μεταφέρεται μέσω του υποδόριου ιστού, στους ιστούς της κοιλιάς και του θώρακα και μέσω των μυϊκών ινών στην αιματική κυκλοφορία και ύστερα στην καρδιά και τους πνεύμονες. Μέσα σε 3-4 μήνες τα παράσιτα έχουν εγκατασταθεί στους κλάδους της πνευμονικής αρτηρίας και ενηλικιώνονται. Σε περίπου 7-9 μήνες από τη μόλυνση, τα θηλυκά ενήλικα παράσιτα απελευθερώνουν μικροφιλάριες στην αιματική κυκλοφορία. Τα παράσιτα δημιουργούν στη συνέχεια μια σειρά αντιδράσεων στους ιστούς.
Τα συμπτώματα της νόσου είναι αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών. Στην αρχή μπορεί να απουσιάζουν και το ζώο να είναι φυσιολογικό. Όσο όμως η διάρκεια και ο βαθμός της παρασίτωσης αυξάνονται, εμφανίζονται σιγά σιγά και συμπτώματα. Στην αρχή μπορεί να παρατηρηθούν απώλεια σωματικού βάρους, κατάπτωση, λήθαργος, βήχας (από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα) και στη συνέχεια δύσπνοια, αιμόπτυση, μειωμένη αντοχή κατά την άσκηση και διόγκωση της κοιλιάς. Κατά την προσκόμιση στον κτηνίατρο και την εξέταση του ζώου, μπορεί να υπάρχουν ακροαστικά στους πνεύμονες και την καρδιά, από τις αλλοιώσεις που έχουν προκληθεί. Στην πορεία, όσο η κατάσταση επιδεινώνεται μπορεί να έχουμε το λεγόμενο «Σύνδρομο Κοίλης Φλέβας» με παρουσία των ενηλικών σκουληκιών στην κοίλη φλέβα ή/και μέσα στην δεξιά καρδία του ζώου, πράγμα που δημιουργεί έντονη δυσφορία και έντονη κλινική εικόνα στο ζώο.
Για τη διάγνωση χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι. Μια σταγόνα αίματος και άμεση μικροσκοπική εξέταση μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να βοηθήσει στην ανίχνευση ανιχνευθούν οι μικροφιλάριες. Η ανίχνευση παρασιτικού αντιγόνου στο αίμα μπορεί να γίνει είτε με τεστ άμεσου αποτελέσματος στο ιατρείο, είτε, για μεγαλύτερη ακρίβεια, με αποστολή του αίματος σε κτηνιατρικό εργαστήριο για τη δοκιμή ανίχνευσής του. Οι αλλοιώσεις που παρατηρούνται στις ακτινογραφίες και τον υπέρηχο καρδιάς ( μπορεί να φανούν και τα ίδια τα παράσιτα) βοηθούν στην εκτίμηση της κατάστασης του ζώου και στο χρονοδιάγραμμα της θεραπείας. Σε όλα τα περιστατικά γίνεται ενδελεχής αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος, για να υπάρχει πλήρης εικόνα της κατάστασης υγείας του ζώου.
Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των μικροφιλαριών και των ενηλίκων παρασίτων. Τα βήματα που ακολουθούμε είναι:
Σημαντικό είναι να εφαρμόζεται περιορισμός της έντονης δραστηριότητας του ζώου καθ΄ όλη τη διάρκεια της θεραπείας αλλά και κατά το διάστημα στο οποίο αναμένεται η θανάτωση κι απορρόφηση των παρασίτων.
Έχει υπολογιστεί ότι 7-10 χρόνια πρόληψης στοιχίζουν όσο ένας κύκλος θεραπείας. Στην αγορά κυκλοφορούν πάρα πολλά σκευάσματα με συχνότητα χορήγησης ανα μήνα ή ανά 10 μήνες. Κάθε μήνα μπορούμε να χορηγήσουμε χάπι, από την άνοιξη ως και το φθινόπωρο. Με εξίσου καλή αποτελεσματικότητα μπορεί να χορηγηθεί ένεση στο ζώο, η οποία επαναλαμβάνεται ετησίως.
Αν είναι η πρώτη φορά που το ζώο θα λάβει πρόληψη για τη διροφιλάρια ή αν έχουν παραληφθεί δόσεις πρόληψης, είναι απαραίτητος ο αιματολογικός έλεγχος για να είμαστε σίγουροι ότι το ζώο δε νοσεί.