Ο υποθυρεοειδισμός του σκύλου είναι μια συχνή ενδοκρινοπάθεια, κατά την οποία έχουμε έλλειψη των ορμονών που παράγονται από τον θυρεοειδή αδένα, δηλαδή της Τ3 (τριιωδοθυρονίνη) και της Τ4 (θυροξίνη). Πρόκειται για μια πολυσυστηματική νόσο, καθώς τα συμπτώματα που προκαλούνται από την έλλειψη των ορμονών αυτών ποικίλουν και εμφανίζονται σταδιακά. Εμφανίζεται συχνότερα σε σκύλους μέσης ηλικίας (4-10 χρονών) και κυρίως σε μεσαίου-μεγάλου μεγέθους φυλές όπως τα Golden Retriever, Doberman pincher, Irish Setter, Boxer, Miniature Schnauzer, Dachshund, Poodle και Cocker spaniel. Η πάθηση αυτή προκαλεί συχνά ανησυχία στους ιδιοκτήτες, όμως με τον κατάλληλο και έγκαιρο έλεγχο καθώς και τη συστηματική εφαρμογή θεραπείας, μπορεί να ελεγχθεί πλήρως χωρίς να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στην ευζωία ή το προσδόκιμο ζωής του ζώου.
Τα αίτια του υποθυρεοειδισμού χωρίζονται σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή.
Ο πρωτογενής υποθυρεοειδισμός αφορά τη δυσλειτουργία και καταστροφή του ίδιου του αδένα και είναι και ο πιο συχνός. Η αιτιολογία του μπορεί να είναι είτε ανοσολογική (λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα), όπου το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού καταστρέφει και εμποδίζει τη λειτουργία του αδένα, είτε ιδιοπαθής, όπου δεν υπάρχει κάποια φλεγμονή ή προφανής αιτία καταστροφής του και το αίτιο παραμένει άγνωστο.
Στο δευτερογενή υποθυρεοειδισμό, η λειτουργία του αδένα επηρεάζεται έμμεσα, μέσω της δυσλειτουργίας της υπόφυσης (π.χ. κάποιο νεόπλασμα στην υπόφυση), η οποία δεν παράγει επαρκώς την ορμόνη που προάγει τη λειτουργία του θυροειδή (TSH-θυρεοειδοτρόπος ορμόνη). Το είδος αυτό λέγεται και υποφυσιακός υποθυρεοειδισμός και αφορά μικρό ποσοστό των περιστατικών, λιγότερο από 5%.
Ο τριτογενής ή υποθαλαμικός υποθυρεοειδισμός αφορά τη μειωμένη παραγωγή ή έκκριση της ορμόνης που διεγείρει αντίστοιχα την έκκριση της TSH από την υπόφυση, όμως η ύπαρξή του δεν έχει αποδειχθεί στο σκύλο μέχρι στιγμής.
Όπως προαναφέρθηκε, η εμφάνιση και η ένταση των συμπτωμάτων είναι σταδιακή λόγω της κλιμακούμενης καταστροφής του θυρεοειδούς, ενώ αφορούν ένα μεγάλο σύνολο συστημάτων του οργανισμού.
Τα συχνότερα κλινικά συμπτώματα αφορούν την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του ζώου. H αύξηση βάρους, που δεν αντιστοιχεί σε κάποια αλλαγή ή αύξηση της διατροφής, η ραθυμία και ίσως η εύκολη κόπωσή του αναφέρονται πολύ συχνά, όπως επίσης και η εμφάνιση δερματικών αλλοιώσεων (που μπορεί να εξελιχθούν σε έντονες δερματοπάθειες). Οι πιο χαρακτηριστικές από τις δερματικές αλλοιώσεις, είναι η κακή ποιότητα του τριχώματος του σκύλου (συνήθως συνοδεύεται με ξηρότητα και αραιές φολίδες), η τριχόρροια και η αραίωση του τριχώματος (συνήθως σε περιοχές όπου υπάρχει τριβή, όπως η ουρά και ο τράχηλος), και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν και στον κορμό του ζώου και μάλιστα με κάποια συμμετρία. Πολλές φορές, η αλωπεκία στην ουρά της δίνει μια εμφάνιση που ομοιάζει με αυτή του ποντικού. Επίσης, μπορεί να εκδηλωθεί πάχυνση του δέρματος κυρίως στο πρόσωπο, αλλάζοντας ίσως την έκφραση του προσώπου και κάνοντάς το να φαίνεται θλιμμένο («τραγικό προσωπείο»). Η κατάσταση αυτή ονομάζεται μυξοίδημα. Κατόπιν εξετάσεων, μπορεί, επίσης, να ανιχνευθεί αναιμία ή βραδυκαρδία.
Σε σπανιότερες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν νευρομυϊκά συμπτώματα (όπως γενικευμένη νευροπάθεια με μυϊκή αδυναμία, αταξία, επιθετικότητα, νοητική υστέρηση), διαταραχές στη θερμορύθμιση, στην αναπαραγωγή, κυρίως των θηλυκών σκύλων, (αγονιμότητα, άνοιστρος) και παθήσεις όπως ο μεγαοισοφάγος ή οφθαλμολογικές αλλοιώσεις λόγω της έντονης λιπιδαιμίας. Σε σπάνιες και βαριές περιπτώσεις, μπορεί να έχουμε πολύ γρήγορη εξέλιξη συμπτωμάτων και το ζώο να προσκομιστεί σε ληθαργική κατάσταση η οποία εξελίσσεται σε κυκλοφορική καταπληξία ή και κώμα και χρειάζεται άμεση ιατρική περίθαλψη (μυξοιδηματικό κώμα).
Λόγω της ποικιλίας των συμπτωμάτων και των διαφόρων παραγόντων ή παθήσεων ,που μπορεί να επηρεάσουν τις ορμόνες του θυρεοειδούς, η υποψία της νόσου τίθεται από τον κτηνίατρο που θα εξετάσει το ζώο. Kάνοντας τις κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις και ορμονικές δοκιμές για να οριστικοποιεί τη διάγνωση. Στις εξετάσεις γίνεται, αρχικά μέτρηση των ορμονών του θυρεοειδούς στον ορό του αίματος και στην συνέχεια επιβεβαιώνονται τα αποτελέσματα με τη δοκιμή διέγερσης με χορήγηση της ορμόνης TSH. Η δοκιμή γίνεται με τη λήψη δύο δειγμάτων αίματος πριν και μετά τη χορήγηση της ορμόνης, με διαφορά περίπου 6 ωρών, και μέτρηση της συγκέντρωσης της θυροξίνης (Τ4). Αν η συγκέντρωση και η αύξησή της είναι χαμηλές τότε το ζώο έχει υποθυρεοειδισμό. Παράλληλα με τη διερεύνηση του νοσήματος γίνονται αιματολογικές και ορολογικές εξετάσεις για την εκτίμηση της γενικότερης κατάστασης της υγείας του ζώου.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την καθημερινή χορήγηση ορμονών στο ζώο, σε μορφή χαπιού. Η ορμόνη που προτιμάται είναι η συνθετική λεβοθυροξίνη (L-θυροξίνη, L-T4). Εξαιτίας της φύσης το προβλήματος και της αργής εξέλιξης του, είναι σταδιακή και η ανταπόκριση στη θεραπεία, η οποία ξεκινά τις πρώτες 1-2 εβδομάδες με βελτίωση των δραστηριοτήτων και της διάθεσης του ζώου και συνεχίζει με τη σταδιακή μείωση του βάρους και των νευρομυϊκών συμπτωμάτων τον πρώτο μήνα και σε 4-6 εβδομάδες ξεκινά η βελτίωση και των δερματικών αλλοιώσεων, με βάθος χρόνου για την εμφανή βελτίωση ή εξαφάνιση των συμπτωμάτων του ζώου τους 3-4 ή και παραπάνω μήνες. Η θεραπεία μπορεί να είναι μακροχρόνια ή σε κάποιες περιπτώσεις και εφ’ όρου ζωής. Η διάρκεια και η δοσολογία του θεραπευτικού σχήματος καθορίζεται από τον επιβλέποντα κτηνίατρο, με βάση την κλινική εικόνα του ζώου, την εξέλιξή του και τη βελτίωση ή όχι της κατάστασής του. Απαραίτητος είναι ο συχνός κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος του ζώου. Στην αρχή, χρειάζεται η συχνή μέτρηση των ορμονών του θυρεοειδή (πριν και μετά τη λήψη του φαρμάκου), ανά ένα μήνα, για τον έλεγχο της ανταπόκρισης στη θεραπεία. Τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα του ζώου αξιολογούνται και γίνονται οι απαραίτητες αναπροσαρμογές στην θεραπεία του.
Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας σημαντικός για τη λειτουργία του μεταβολισμού και της ομοιόστασης του σώματος. Η ελλιπής ή μηδενική λειτουργία του δημιουργεί προβλήματα που σταδιακά επιδεινώνονται. Αυτό σημαίνει ότι η έγκαιρη (αν και δύσκολη) διάγνωση και θεραπεία, οδηγεί στην επάνοδο του οργανισμού σε κανονικούς ρυθμούς. Το μεγάλο διάστημα που απαιτείται για την χορήγηση του ορμονικού σκευάσματος που υποκαθιστά το έλλειμμα της παραγωγής του θυρεοειδούς είναι μεγάλο μειονέκτημα αλλά πρέπει να γίνεται συστηματικά. Η ποιότητα της ζωής του ζώου είναι πάρα πολύ καλή μια και αποκαθιστώντας την ποσότητα της ορμόνης που λείπει, δίνουμε στον οργανισμό την δυνατότητα να λειτουργεί φυσιολογικά.